- ἀφοπλίζει
- ἀφοπλίζωdisarmpres ind mp 2nd sgἀφοπλίζωdisarmpres ind act 3rd sgἀφοπλίζωdisarmpres ind mp 2nd sgἀφοπλίζωdisarmpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αφοπλιστικός — ή, ό 1. ο ικανός να αφοπλίζει 2. φρ. «αφοπλιστικά επιχειρήματα» επιχειρήματα που κατανικούν κάθε αντίρρηση του άλλου … Dictionary of Greek
Ζενέ, Ζαν — (Jean Genet, Παρίσι 1910 – 1986). Γάλλος συγγραφέας και δραματουργός. Ήταν γιος αγνώστου πατρός και η μητέρα του τον εγκατέλειψε μερικούς μήνες μετά τη γέννησή του. Γρήγορα επιδόθηκε σε μικροεγκλήματα που τον οδήγησαν στο αναμορφωτήριο του Μετρέ … Dictionary of Greek
Λιβερία — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με τη Σιέρα Λεόνε και τη Γουινέα, στα Α με την Ακτή του Ελεφαντοστού, ενώ στα Ν και στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Λ. είναι ένα τεχνητό κράτος στη δυτική Αφρική, που δημιουργήθηκε τον 19ο αι … Dictionary of Greek
Νταβίντ, Ζακ-Λουί — (Jacques LouisDavid, Παρίσι 1748 – Βρυξέλλες 1825). Γάλλος ζωγράφος. Υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες του 19ου αι. και ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του νεοκλασικισμού. Οι επιδράσεις από την τέχνη του πρώτου του δάσκαλου, του Φρανσουά… … Dictionary of Greek
Χάσεκ, Γιαροσλάβ — (Hasek, Πράγα 1883 – Λάιπνικ 1923). Τσέχος συγγραφέας. Γιος δημοσίου υπαλλήλου, αποβλήθηκε από το γυμνάσιο γιατί είχε πάρει μέρος σε αντιαυστριακές διαδηλώσεις. Επιχείρησε στην αρχή να ασχοληθεί με το εμπόριο και στη συνέχεια έζησε ακατάστατη ζωή … Dictionary of Greek